Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ναρκωτικός
νάρναξ
ναρός
ναρούς
νάρτη
νάρφη
νασμός
νασμώδης
νάσσω
ναστήρ
νάστης
ναστίσκος
ναστοκόπος
ναστός
ναστότης
ναστοφαγέω
ναστοφάγος
νατῆρες
νάτωρ
ναυαγέω
ναυαγησμός
View word page
νάστης
νάστης, ου, , = foreg., Hsch.


ShortDef

Nastes

Debugging

Headword:
νάστης
Headword (normalized):
νάστης
Headword (normalized/stripped):
ναστης
IDX:
69768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69769
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νάστης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}