Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νάρκη
νάρκησις
ναρκίον
ναρκίσσινος
ναρκισσίτης
νάρκισσος
ναρκόω
ναρκώδης
νάρκωσις
ναρκωτικός
νάρναξ
ναρός
ναρούς
νάρτη
νάρφη
νασμός
νασμώδης
νάσσω
ναστήρ
νάστης
ναστίσκος
View word page
νάρναξ
νάρναξ· κιβωτός, Hsch. (cf. λάρναξ).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νάρναξ
Headword (normalized):
νάρναξ
Headword (normalized/stripped):
ναρναξ
IDX:
69759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69760
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νάρναξ·</span> <span class="foreign greek">κιβωτός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (cf. <span class="foreign greek">λάρναξ</span>).</div><br><br>'}