Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ναρθηκοπλήρωτος
ναρθηκοφανής
ναρθηκοφόρος
ναρθηκώδης
νάρθηξ
νάρκα
νάρκαφθον
ναρκάω
νάρκη
νάρκησις
ναρκίον
ναρκίσσινος
ναρκισσίτης
νάρκισσος
ναρκόω
ναρκώδης
νάρκωσις
ναρκωτικός
νάρναξ
ναρός
ναρούς
View word page
ναρκίον
ναρκίον· ἀσκόν, Hsch.; cf. λαρκίον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ναρκίον
Headword (normalized):
ναρκίον
Headword (normalized/stripped):
ναρκιον
IDX:
69751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69752
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ναρκίον·</span> <span class="foreign greek">ἀσκόν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">λαρκίον</span>.</div><br><br>'}