ναρκάω
ναρκ-άω, fut.-ήσω Da. 11.6 :—
A). grow stiff or numb, χεὶρ νάρκησε ; 8.328 τὴν ψυχὴν καὶ τὸ στόμα ναρκῶ Men. 80b ; ψυχῆς ναρκώσης ; 290 τὸ ἡσυχάζον ναρκᾷ Sent.Vat. 11 ; τὸ νεῦρον ὃ ἐνάρκησεν Ge. 32.32(33) ; χεὶρ νεναρκηκυῖα AJ 8.8.5 ; of the numbness caused by the fish νάρκη, HA 620b19 , cf. Men. 84b ; ναρκῶ, ναὶ τὸν Πᾶνα . 27.51