Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ναρδόσταχυς
ναρδοφόρος
ναρεῖ
ναρθηκία
ναρθηκιάω
ναρθηκίζω
ναρθήκινος
ναρθήκιον
ναρθήκισμα
ναρθηκισμός
ναρθηκοειδής
ναρθηκοπλήρωτος
ναρθηκοφανής
ναρθηκοφόρος
ναρθηκώδης
νάρθηξ
νάρκα
νάρκαφθον
ναρκάω
νάρκη
νάρκησις
View word page
ναρθηκοειδής
ναρθηκο-ειδής, ές,
A). like the νάρθηξ, Dsc. 3.81 .


ShortDef

like the νάρθηξ

Debugging

Headword:
ναρθηκοειδής
Headword (normalized):
ναρθηκοειδής
Headword (normalized/stripped):
ναρθηκοειδης
IDX:
69740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69741
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ναρθηκο-ειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">like the</span> <span class="foreign greek">νάρθηξ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.81 </span>.</div> </div><br><br>'}