Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ναπώδης
ναρδίζω
νάρδινος
ναρδίτης
ναρδῖτις
ναρδολιπής
νάρδον
νάρδος
ναρδόσταχυς
ναρδοφόρος
ναρεῖ
ναρθηκία
ναρθηκιάω
ναρθηκίζω
ναρθήκινος
ναρθήκιον
ναρθήκισμα
ναρθηκισμός
ναρθηκοειδής
ναρθηκοπλήρωτος
ναρθηκοφανής
View word page
ναρεῖ
ναρεῖ· τηρεῖ, Hsch. (cf. ναρούς). νάρειν· κύειν, κρύπτειν, ζητεῖν, κυΐσκεσθαι, ἀμέλγεσθαι, Id. νάρη· ἡ ἄφρων καὶ μωρά, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ναρεῖ
Headword (normalized):
ναρεῖ
Headword (normalized/stripped):
ναρει
IDX:
69732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69733
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ναρεῖ·</span> <span class="foreign greek">τηρεῖ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (cf. <span class="foreign greek">ναρούς</span>). <span class="orth greek">νάρειν·</span> <span class="foreign greek">κύειν, κρύπτειν, ζητεῖν, κυΐσκεσθαι, ἀμέλγεσθαι</span>, Id. <span class="orth greek">νάρη·</span> <span class="foreign greek">ἡ ἄφρων καὶ μωρά</span>, Id.</div><br><br>'}