Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νάπη
ναπόας
νάποινος
νάπος
ναπτάλιον
νᾶπυ
ναπώδης
ναρδίζω
νάρδινος
ναρδίτης
ναρδῖτις
ναρδολιπής
νάρδον
νάρδος
ναρδόσταχυς
ναρδοφόρος
ναρεῖ
ναρθηκία
ναρθηκιάω
ναρθηκίζω
ναρθήκινος
View word page
ναρδῖτις
ναρδῖτις βοτάνη, a variety of νάρδος, Gal. 10.911 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ναρδῖτις
Headword (normalized):
ναρδῖτις
Headword (normalized/stripped):
ναρδιτις
IDX:
69726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69727
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ναρδῖτις</span> <span class="foreign greek">βοτάνη</span>, a variety of <span class="foreign greek">νάρδος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 10.911 </span>.</div><br><br>'}