Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
νᾶνος
νανοφυής
νανώδης
Ναξιουργής
Νάξος
ναξος
ναοδόμος
ναοειδής
ναοκόρος
ναολέκτης
ναοποιέω
ναοπόλος
ναός
ναός
ναουργός
ναοφύλαξ
ναόω
ναπαῖος
νάπειον
νάπη
ναπόας
View word page
ναοποιέω
νᾱο-ποιέω
,
νᾱο-ποιία
,
νᾱο-ποϊκός
,
νᾱο-ποιός
,
A).
v.
νεω-ποιέω, -ποιία, -ποϊκός, -ποιός
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ναοποιέω
Headword (normalized):
ναοποιέω
Headword (normalized/stripped):
ναοποιεω
IDX:
69707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69708
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νᾱο-ποιέω</span>, <span class="orth greek">νᾱο-ποιία</span>, <span class="orth greek">νᾱο-ποϊκός</span>, <span class="orth greek">νᾱο-ποιός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">νεω-ποιέω, -ποιία, -ποϊκός, -ποιός</span> .</div> </div><br><br>'}