Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νανοκάκα
νᾶνος
νανοφυής
νανώδης
Ναξιουργής
Νάξος
ναξος
ναοδόμος
ναοειδής
ναοκόρος
ναολέκτης
ναοποιέω
ναοπόλος
ναός
ναός
ναουργός
ναοφύλαξ
ναόω
ναπαῖος
νάπειον
νάπη
View word page
ναολέκτης
νᾱο-λέκτης, ου, , dub. sens. in PLond. 3.982.2 (iv A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ναολέκτης
Headword (normalized):
ναολέκτης
Headword (normalized/stripped):
ναολεκτης
IDX:
69706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69707
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νᾱο-λέκτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PLond.</span> 3.982.2 </span> (iv A.D.).</div><br><br>'}