Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Ναννίον
νανοκάκα
νᾶνος
νανοφυής
νανώδης
Ναξιουργής
Νάξος
ναξος
ναοδόμος
ναοειδής
ναοκόρος
ναολέκτης
ναοποιέω
ναοπόλος
ναός
ναός
ναουργός
ναοφύλαξ
ναόω
ναπαῖος
νάπειον
View word page
ναοκόρος
νᾱο-κόρος,
A). v. νεωκόρος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ναοκόρος
Headword (normalized):
ναοκόρος
Headword (normalized/stripped):
ναοκορος
IDX:
69705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69706
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νᾱο-κόρος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">νεωκόρος</span> .</div> </div><br><br>'}