Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ναμασιπήξ
ναματιαῖος
ναμάτιον
ναματώδης
ναμερτής
ναννάριον
νανναρίς
νανναριστής
νάννας
Ναννίον
νανοκάκα
νᾶνος
νανοφυής
νανώδης
Ναξιουργής
Νάξος
ναξος
ναοδόμος
ναοειδής
ναοκόρος
ναολέκτης
View word page
νανοκάκα
νανοκάκα· διὰ ῥινῶν λαλοῦσα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νανοκάκα
Headword (normalized):
νανοκάκα
Headword (normalized/stripped):
νανοκακα
IDX:
69696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69697
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νανοκάκα·</span> <span class="foreign greek">διὰ ῥινῶν λαλοῦσα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}