Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νάϊσκος
ναίχῐ
ναίω
νάκαφθον
νάκη
νακοδαίμων
νακοδέψης
νακοκλέψ
νάκολον
Νακόρειοι
Νακόρειον
νάκος
νακοτιλτέω
νακοτίλτης
νακότιλτος
νακτός
νακύριον
νᾶμα
ναμαρᾶς
ναμασιπήξ
ναματιαῖος
View word page
Νακόρειον
Νᾱκόρειον,
A). v. νεωκόριον . νᾱκόρος, v. νεωκόρος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Νακόρειον
Headword (normalized):
νακόρειον
Headword (normalized/stripped):
νακορειον
IDX:
69677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69678
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Νᾱκόρειον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">νεωκόριον</span> . <span class="orth greek">νᾱκόρος</span>, v. <span class="ref greek">νεωκόρος</span> .</div> </div><br><br>'}