Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ναϊσκάριον
ναΐσκιον
νάϊσκος
ναίχῐ
ναίω
νάκαφθον
νάκη
νακοδαίμων
νακοδέψης
νακοκλέψ
νάκολον
Νακόρειοι
Νακόρειον
νάκος
νακοτιλτέω
νακοτίλτης
νακότιλτος
νακτός
νακύριον
νᾶμα
ναμαρᾶς
View word page
νάκολον
νάκολον· τὸ ἀκάθαρτον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νάκολον
Headword (normalized):
νάκολον
Headword (normalized/stripped):
νακολον
IDX:
69675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69676
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νάκολον·</span> <span class="foreign greek">τὸ ἀκάθαρτον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}