Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀναλωτικός
ἀνάλωτος
ἀναλωφάω
ἀναμαιμάω
ἀναμαλάσσω
ἀναμανθάνω
ἀναμαντεύομαι
ἀναμάξευτος
ἀνάμαξις
ἀναμαρμαίρω
ἀναμαρτής
ἀναμαρτησία
ἀναμάρτητος
ἀναμαρυκάομαι
ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
ἀναμαστεύω
ἀναμασχαλιστήρ
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμείγνυμι
View word page
ἀναμαρτής
ἀναμαρτ-ής
,
ές
,
A).
unerring,
Hsch.
s.v.
νημερτής.
ShortDef
unerring
Debugging
Headword:
ἀναμαρτής
Headword (normalized):
ἀναμαρτής
Headword (normalized/stripped):
αναμαρτης
IDX:
6966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6967
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναμαρτ-ής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">unerring,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">νημερτής.</span> </div> </div><br><br>'}