Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μωρόλογος
μωρονοέω
μωρόομαι
μωροποιέω
μωροποιός
μωροπόνηρος
μωρός
μωρόσοφος
μωρόσυκον
μωρόφρων
μώρτα
μώρωσις
Μῶσα
μῶσις
μώστιον
μωτάπει
μώψ
ν
νᾶας
ναβαισατρεῦ
νάβλα
View word page
μώρτα
μώρτα· σῖτος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μώρτα
Headword (normalized):
μώρτα
Headword (normalized/stripped):
μωρτα
IDX:
69621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69622
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μώρτα·</span> <span class="foreign greek">σῖτος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}