Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μώρανσις
μωρεύω
μωρία
μωρίαι
μωρίζω
μώριος
μωρίων
μωροβλάπτης
μωροκακοήθης
μωρόκακος
μωρόκαλος
μωροκλέπτης
μωρολογέω
μωρολόγημα
μωρολογία
μωρόλογος
μωρονοέω
μωρόομαι
μωροποιέω
μωροποιός
μωροπόνηρος
View word page
μωρόκαλος
μωρό-κᾰλος, ον, f.l. for foreg., ib. 158 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μωρόκαλος
Headword (normalized):
μωρόκαλος
Headword (normalized/stripped):
μωροκαλος
IDX:
69606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69607
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μωρό-κᾰλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, f.l. for foreg., ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:158" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:158/canonical-url/"> 158 </a>.</div><br><br>'}