Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μωμοσκόπος
μῶν
μωνιή
μῶνος
μῶνυξ
μώνυχος
μωραίνω
μώρανσις
μωρεύω
μωρία
μωρίαι
μωρίζω
μώριος
μωρίων
μωροβλάπτης
μωροκακοήθης
μωρόκακος
μωρόκαλος
μωροκλέπτης
μωρολογέω
μωρολόγημα
View word page
μωρίαι
μωρίαι· ἵπποι καὶ βοῦς ( Arc.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μωρίαι
Headword (normalized):
μωρίαι
Headword (normalized/stripped):
μωριαι
IDX:
69599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69600
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μωρίαι·</span> <span class="foreign greek">ἵπποι καὶ βοῦς</span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arc.</span></span>), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}