Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μωλέω
μῶλος
μῶλῠ
μώλυγερ
μώλυζα
μωλύνω
μῶλυξ
μῶλυς
μώλυσις
μωλυτής
μωλυτική
μωλυτός
μωλύω
μωλωπίζω
μωλωπικός
μώλωψ
μῶμαι
μωμαίνω
μωμάομαι
μῶμαρ
μωμεύω
View word page
μωλυτική
μωλ-ῡτική· φοβερά, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μωλυτική
Headword (normalized):
μωλυτική
Headword (normalized/stripped):
μωλυτικη
IDX:
69569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69570
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μωλ-ῡτική·</span> <span class="foreign greek">φοβερά</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}