μωλέω
μωλέω, Cret. μωλίω,
A). contend, bring an action at law, αἴ κα μωλῇ, αἰ δέ κ’ ἀνφὶ δώλῳ μωλίωντι, Leg.Gort. 1.14 , 17 ; τὰ μωλιόμενα the pleadings, ib. 5.44 , al.; μωλιομένας τᾶδ δίκας while the case is being pleaded, ib. 1.48 :— has μ<ω>λεῖ· μάχεται, πικρανθήσεται, and μωλήσεται· μαχήσεται.