Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μύσσομαι
μυσσοτόν
μυσταγωγέω
μυσταγωγία
μυσταγωγός
μυστάδης
μύσταξ
μυσταπάγη
μυστάρχης
μυστέα
μυστηλασία
μυστηριάζω
μυστηριακός
μυστηριάρχης
μυστηριασμός
μυστηρικός
μυστήριον
μυστηρίς
μυστηριώδης
μυστηριωδία
μυστηριῶτις
View word page
μυστηλασία
μυστηλᾰσία, ,
A). driving of initiates, Ἐλευσῖνάδε Philicus in Stud.Ital. 9.45 (pl.).


ShortDef

driving of initiates

Debugging

Headword:
μυστηλασία
Headword (normalized):
μυστηλασία
Headword (normalized/stripped):
μυστηλασια
IDX:
69458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69459
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μυστηλᾰσία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">driving of initiates</span>, <span class="foreign greek">Ἐλευσῖνάδε</span> Philicus in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Stud.Ital.</span> 9.45 </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}