Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μυσπολέω
μύσσομαι
μυσσοτόν
μυσταγωγέω
μυσταγωγία
μυσταγωγός
μυστάδης
μύσταξ
μυσταπάγη
μυστάρχης
μυστέα
μυστηλασία
μυστηριάζω
μυστηριακός
μυστηριάρχης
μυστηριασμός
μυστηρικός
μυστήριον
μυστηρίς
μυστηριώδης
μυστηριωδία
View word page
μυστέα
μυστέα, , a kind of game, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μυστέα
Headword (normalized):
μυστέα
Headword (normalized/stripped):
μυστεα
IDX:
69457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69458
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μυστέα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, a kind of game, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}