Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μυσάττομαι
μυσαχθής
μυσαχνός
μύσαχος
μυσερός
μυσή
μυσημίεκτον
μυσητός
μυσία
μυσιάω
μυσίδδω
μυσικαρφί
μυσίνη
Μύσιος
μύσις
μυσκέλενδρα
μυσκλίον
μύσκλοι
μύσον
μύσος
μυσός
View word page
μυσίδδω
μῡσίδδω, Lacon. for μυθίζω (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μυσίδδω
Headword (normalized):
μυσίδδω
Headword (normalized/stripped):
μυσιδδω
IDX:
69433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69434
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μῡσίδδω</span>, Lacon. for <span class="foreign greek">μυθίζω</span> (q.v.).</div><br><br>'}