Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μυσαρός
μυσάρχης
μυσαρωπός
μυσάττομαι
μυσαχθής
μυσαχνός
μύσαχος
μυσερός
μυσή
μυσημίεκτον
μυσητός
μυσία
μυσιάω
μυσίδδω
μυσικαρφί
μυσίνη
Μύσιος
μύσις
μυσκέλενδρα
μυσκλίον
μύσκλοι
View word page
μυσητός
μῠσητός, , όν , (μύσος)
A). = μυσαρός , Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μυσητός
Headword (normalized):
μυσητός
Headword (normalized/stripped):
μυσητος
IDX:
69430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69431
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μῠσητός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span> <span class="foreign greek">, (μύσος)</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μυσαρός</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}