μύρω
μύρω [ῡ], Ep. Verb, Act. only impf.,
II). elsewh. always in Med. μύρομαι (in early Ep. only pres. and impf.), melt into tears, shed tears, πολέες δ’ ἀμφ’ αὐτὸν ἑταῖροι μύρονθ’ ; 19.6 κλαίοντέ τε μυρομένω τε 22.427 ; γοόωσά τε μυρομένη τε 6.373 , cf. ; 19.119 ἐλεὸν μύρετο Op. 206 : aor. 1 opt. 2 sg. μύρηαι . 16.31