Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μυρσινοειδής
μύρσινος
μυρσινών
μύρσος
μυρτάκανθος
μυρταλίς
μυρτὰς
μυρτεών
μύρτη
μυρτίδανον
μυρτίλωψ
μυρτίνη
μύρτινος
μυρτίς
μυρτίτης
μυρτομιγής
μύρτον
μυρτοπέταλον
μυρτοπώλης
μύρτος
μυρτόσπληνον
View word page
μυρτίλωψ
μυρτίλωψ· ζῷόν τι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μυρτίλωψ
Headword (normalized):
μυρτίλωψ
Headword (normalized/stripped):
μυρτιλωψ
IDX:
69397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69398
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μυρτίλωψ·</span> <span class="foreign greek">ζῷόν τι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}