Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μυρσινᾶτον
μυρσινέλαιον
μυρσίνη
μυρσίνινος
μυρσινίτης
μυρσινοειδής
μύρσινος
μυρσινών
μύρσος
μυρτάκανθος
μυρταλίς
μυρτὰς
μυρτεών
μύρτη
μυρτίδανον
μυρτίλωψ
μυρτίνη
μύρτινος
μυρτίς
μυρτίτης
μυρτομιγής
View word page
μυρταλίς
μυρτᾰλίς, ίδος, , Lacon. for ὀξυμυρρίνη, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μυρταλίς
Headword (normalized):
μυρταλίς
Headword (normalized/stripped):
μυρταλις
IDX:
69392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69393
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μυρτᾰλίς</span>, <span class="itype greek">ίδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, Lacon. for <span class="foreign greek">ὀξυμυρρίνη</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}