Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναλογικός
ἀναλόγισμα
ἀναλογισμός
ἀναλογιστέον
ἀναλογιστικός
ἀνάλογος
ἀναλογούντως
ἀναλογχόω
ἀναλοκίζω
ἄναλος
ἀναλόω
ἄναλτος
ἄναλτος
ἀναλύζω
ἀνάλυσις
ἀναλυτέον
ἀναλυτήρ
ἀναλύτης
ἀναλυτικός
ἀνάλυτος
ἀναλύω1
View word page
ἀναλόω
ἀνᾱλόω,
A). v. ἀναλίσκω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναλόω
Headword (normalized):
ἀναλόω
Headword (normalized/stripped):
αναλοω
IDX:
6938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6939
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνᾱλόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀναλίσκω.</span> </div> </div><br><br>'}