Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μυρρίνη
μυρρίνης
μυρρινίτης
μύρρινος
Μυρρινοῦς
μυρρινών
μυρρίς
μυρρίτης
μυρσεών
μυρσινᾶτον
μυρσινέλαιον
μυρσίνη
μυρσίνινος
μυρσινίτης
μυρσινοειδής
μύρσινος
μυρσινών
μύρσος
μυρτάκανθος
μυρταλίς
μυρτὰς
View word page
μυρσινέλαιον
μυρσῐν-έλαιον
,
τό
,
A).
myrtle oil
,
Dsc.
1.39
tit.
ShortDef
myrtle oil
Debugging
Headword:
μυρσινέλαιον
Headword (normalized):
μυρσινέλαιον
Headword (normalized/stripped):
μυρσινελαιον
IDX:
69383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69384
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μυρσῐν-έλαιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">myrtle oil</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 1.39 </span> tit.</div> </div><br><br>'}