Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μυροστάφυλον
μυροφεγγής
μυροφόρος
μυρόχριστος
μυρόχροος
μυρόω
μύρρα
μυρρινάκανθος
μυρρινάω
μυρρίνη
μυρρίνης
μυρρινίτης
μύρρινος
Μυρρινοῦς
μυρρινών
μυρρίς
μυρρίτης
μυρσεών
μυρσινᾶτον
μυρσινέλαιον
μυρσίνη
View word page
μυρρίνης
μυρρῐ/ν-ης οἶνος,
A). v. μυρίνης .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μυρρίνης
Headword (normalized):
μυρρίνης
Headword (normalized/stripped):
μυρρινης
IDX:
69374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69375
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μυρρῐ/ν-ης</span> <span class="foreign greek">οἶνος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μυρίνης</span> .</div> </div><br><br>'}