Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μυρομήλινον
μύρον
μυροπισσόκηρος
μυρόπνοος
μυροποιητής
μυροποιός
μυροπόλος
μυροπωλέω
μυροπώλης
μυροπωλικός
μυροπώλιον
μυροεῖον
μυρόπωλις
μυρόπωλος
μυρόροδον
μυρόρραντος
μῦρος
μυροσταγής
μυροστάφυλον
μυροφεγγής
μυροφόρος
View word page
μυροπώλιον
μῠρο-πώλιον
(in codd. sts.
ShortDef
a perfumer's shop
Debugging
Headword:
μυροπώλιον
Headword (normalized):
μυροπώλιον
Headword (normalized/stripped):
μυροπωλιον
IDX:
69356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69357
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μῠρο-πώλιον</span> (in codd. sts.</div><br><br>'}