Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μύρομαι
μυρομήλινον
μύρον
μυροπισσόκηρος
μυρόπνοος
μυροποιητής
μυροποιός
μυροπόλος
μυροπωλέω
μυροπώλης
μυροπωλικός
μυροπώλιον
μυροεῖον
μυρόπωλις
μυρόπωλος
μυρόροδον
μυρόρραντος
μῦρος
μυροσταγής
μυροστάφυλον
μυροφεγγής
View word page
μυροπωλικός
μῠρο-πωλικός
,
ή
,
όν
,
A).
of a perfumer
,
ἐργασία
PFay.
93.6
(ii A. D.).
ShortDef
of a perfumer
Debugging
Headword:
μυροπωλικός
Headword (normalized):
μυροπωλικός
Headword (normalized/stripped):
μυροπωλικος
IDX:
69355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69356
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μῠρο-πωλικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of a perfumer</span>, <span class="quote greek">ἐργασία</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PFay.</span> 93.6 </span> (ii A. D.).</div> </div><br><br>'}