Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μυροβάλανος
μυροβαφία
μυροβοστρυχόεις
μυροβόστρυχος
μυροβραχής
μυρόεις
μυροθήκη
μυροθήκιον
μυρόκοπον
μυρόλωτος
μύρομαι
μυρομήλινον
μύρον
μυροπισσόκηρος
μυρόπνοος
μυροποιητής
μυροποιός
μυροπόλος
μυροπωλέω
μυροπώλης
μυροπωλικός
View word page
μύρομαι
μύρομαι,
A). v. μύρω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μύρομαι
Headword (normalized):
μύρομαι
Headword (normalized/stripped):
μυρομαι
IDX:
69345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69346
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μύρομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μύρω</span> .</div> </div><br><br>'}