Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναλογεῖον
ἀναλογέω
ἀναλογή
ἀναλογητέον
ἀναλογητικός
ἀναλογία
ἀναλογίζομαι
ἀναλογικός
ἀναλόγισμα
ἀναλογισμός
ἀναλογιστέον
ἀναλογιστικός
ἀνάλογος
ἀναλογούντως
ἀναλογχόω
ἀναλοκίζω
ἄναλος
ἀναλόω
ἄναλτος
ἄναλτος
ἀναλύζω
View word page
ἀναλογιστέον
ἀναλογ-ιστέον,
A). v. ἀναλογητέον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναλογιστέον
Headword (normalized):
ἀναλογιστέον
Headword (normalized/stripped):
αναλογιστεον
IDX:
6931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6932
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναλογ-ιστέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀναλογητέον.</span> </div> </div><br><br>'}