Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μυριοτευχής
μυριότης
μυριότιμος
μυριότρητος
μυριόφθαλμος
μυριόφιλος
μυριοφόρος
μυριόφορτος
μυριόφυλλον
μυριόφυλος
μυριόφωνος
μυριοχαύνη
μυρίπνοος
μυρίς
μύρισμα
μυρισμός
μυριστικός
μυριώνυμος
μυριωπός
μύρκος
μύρμη
View word page
μυριόφωνος
μῡρῐό-φωνος, ον,
A). with ten thousand voices, APl. 5.362 .


ShortDef

with ten thousand voices

Debugging

Headword:
μυριόφωνος
Headword (normalized):
μυριόφωνος
Headword (normalized/stripped):
μυριοφωνος
IDX:
69302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69303
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μῡρῐό-φωνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with ten thousand voices,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">APl.</span> 5.362 </span>.</div> </div><br><br>'}