Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μυριοστός
μυριοστύς
μυριοταγός
μυριοτευχής
μυριότης
μυριότιμος
μυριότρητος
μυριόφθαλμος
μυριόφιλος
μυριοφόρος
μυριόφορτος
μυριόφυλλον
μυριόφυλος
μυριόφωνος
μυριοχαύνη
μυρίπνοος
μυρίς
μύρισμα
μυρισμός
μυριστικός
μυριώνυμος
View word page
μυριόφορτος
μῡρῐό-φορτος, ον, = foreg., AP 10.23 ( Autom.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μυριόφορτος
Headword (normalized):
μυριόφορτος
Headword (normalized/stripped):
μυριοφορτος
IDX:
69299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69300
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μῡρῐό-φορτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 10.23 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Autom.</span></span>).</div><br><br>'}