Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μυριόπλεθρος
μυριοπληθής
μυριόπους
μυρίος
μυριοστημόριον
μυριοστός
μυριοστύς
μυριοταγός
μυριοτευχής
μυριότης
μυριότιμος
μυριότρητος
μυριόφθαλμος
μυριόφιλος
μυριοφόρος
μυριόφορτος
μυριόφυλλον
μυριόφυλος
μυριόφωνος
μυριοχαύνη
μυρίπνοος
View word page
μυριότιμος
μῡρῐό-τῑμος, ον,
A). = πολύτιμος , Cyr.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μυριότιμος
Headword (normalized):
μυριότιμος
Headword (normalized/stripped):
μυριοτιμος
IDX:
69294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69295
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μῡρῐό-τῑμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πολύτιμος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cyr.</span> </span> </div> </div><br><br>'}