Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μυριόδους
μυριόκαρπος
μυριόκρανος
μυριόλεκτος
μυριομέγας
μυριόμορφος
μυριόμοχθος
μυριόναυς
μυριόνεκρος
μυριονταδικός
μυριοντάκις
μυριονταπλασίων
μυριόνταρχος
μυριοπάλαι
μυριοπλάσιος
μυριοπλασίων
μυριόπλεθρος
μυριοπληθής
μυριόπους
μυρίος
μυριοστημόριον
View word page
μυριοντάκις
μῡρῐοντ-άκις
, Adv.,
A).
=
μυριάκις
, formed after
ἑκατοντάκις
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μυριοντάκις
Headword (normalized):
μυριοντάκις
Headword (normalized/stripped):
μυριοντακις
IDX:
69278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69279
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μῡρῐοντ-άκις</span>, Adv., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μυριάκις</span> , formed after <span class="foreign greek">ἑκατοντάκις</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}