Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μυριξ
μυριόβοιος
μυριογένεσις
μυριόδοξος
μυριόδους
μυριόκαρπος
μυριόκρανος
μυριόλεκτος
μυριομέγας
μυριόμορφος
μυριόμοχθος
μυριόναυς
μυριόνεκρος
μυριονταδικός
μυριοντάκις
μυριονταπλασίων
μυριόνταρχος
μυριοπάλαι
μυριοπλάσιος
μυριοπλασίων
μυριόπλεθρος
View word page
μυριόμοχθος
μῡρῐό-μοχθος
,
ον
,
A).
of countless labours
, of Heracles,
APl.
4.91
.
ShortDef
of countless labours
Debugging
Headword:
μυριόμοχθος
Headword (normalized):
μυριόμοχθος
Headword (normalized/stripped):
μυριομοχθος
IDX:
69274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69275
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μῡρῐό-μοχθος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of countless labours</span>, of Heracles, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">APl.</span> 4.91 </span>.</div> </div><br><br>'}