Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μυριάρχης
μυρίαρχος
μυριάς
μυριαστός
μυριαχοῦ
μυρίδιον
μυριέλικτος
μυριετής
μυρίζω
Μυρικαῖος
μυρικᾶς
μυρίκη
μυρικίνεος
μυρίκινος
μυρικώδης
μυρίνη
μυρίνης
μυρίνινος
μύρινος
μυριξ
μυριόβοιος
View word page
μυρικᾶς
μυρικᾶς,
A). v. μύρκος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μυρικᾶς
Headword (normalized):
μυρικᾶς
Headword (normalized/stripped):
μυρικας
IDX:
69255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69256
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μυρικᾶς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μύρκος</span> .</div> </div><br><br>'}