Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μυρεψός
μυρῆεν
μυρηρός
μυριαγωγέω
μυριαγωγός
μυρίαθλος
μυριάκις
μυριακισμυριοστός
μυριάμφορος
μυρίανδρος
μυριαντοπλάσιος
μυριάομαι
μυριάρουρος
μυριάρχης
μυρίαρχος
μυριάς
μυριαστός
μυριαχοῦ
μυρίδιον
μυριέλικτος
μυριετής
View word page
μυριαντοπλάσιος
μῡρῐ-αντοπλάσιος [πλᾰ],
A). = μυριοπλάσιος , PMasp. 151.257 (vi A. D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μυριαντοπλάσιος
Headword (normalized):
μυριαντοπλάσιος
Headword (normalized/stripped):
μυριαντοπλασιος
IDX:
69242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69243
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μῡρῐ-αντοπλάσιος</span> [<span class="foreign greek">πλᾰ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μυριοπλάσιος</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMasp.</span> 151.257 </span> (vi A. D.).</div> </div><br><br>'}