Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνάλλακτος
ἀναλληγόρητος
ἀναλλοίωτος
ἀνάλλομαι
ἄναλλος
ἄναλμος
ἀνάλμυρος
ἀναλογάδην
ἀναλογεῖον
ἀναλογέω
ἀναλογή
ἀναλογητέον
ἀναλογητικός
ἀναλογία
ἀναλογίζομαι
ἀναλογικός
ἀναλόγισμα
ἀναλογισμός
ἀναλογιστέον
ἀναλογιστικός
ἀνάλογος
View word page
ἀναλογή
ἀναλογ-ή
,
ἡ
,
A).
account, bill,
Sammelb.
4425.3.1
(ii A. D.).
ShortDef
account, bill
Debugging
Headword:
ἀναλογή
Headword (normalized):
ἀναλογή
Headword (normalized/stripped):
αναλογη
IDX:
6923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6924
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναλογ-ή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">account, bill,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sammelb.</span> 4425.3.1 </span> (ii A. D.).</div> </div><br><br>'}