Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μυραππίδιον
μυράφιον
μύργμα
μυρεψεῖον
μυρεψέω
μυρεψητήριον
μυρεψία
μυρεψικός
μυρέψιον
μυρεψός
μυρῆεν
μυρηρός
μυριαγωγέω
μυριαγωγός
μυρίαθλος
μυριάκις
μυριακισμυριοστός
μυριάμφορος
μυρίανδρος
μυριαντοπλάσιος
μυριάομαι
View word page
μυρῆεν
μυρῆεν· λυπρόν, θρηνῶδες, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μυρῆεν
Headword (normalized):
μυρῆεν
Headword (normalized/stripped):
μυρηεν
IDX:
69233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69234
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μυρῆεν·</span> <span class="foreign greek">λυπρόν, θρηνῶδες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}