Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μύραινα
μυράκανθος
μυράκοπον
μυράλειπτρον
μυραλοιφέω
μυραλοιφή
μυραλοιφία
μυράπιον
μυραππίδιον
μυράφιον
μύργμα
μυρεψεῖον
μυρεψέω
μυρεψητήριον
μυρεψία
μυρεψικός
μυρέψιον
μυρεψός
μυρῆεν
μυρηρός
μυριαγωγέω
View word page
μύργμα
μύργμα· ψῆγμα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μύργμα
Headword (normalized):
μύργμα
Headword (normalized/stripped):
μυργμα
IDX:
69225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69226
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μύργμα·</span> <span class="foreign greek">ψῆγμα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}