Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Μυότρωτος
μυουρία
μυουρίζω
μυουρισμός
μύουρος
μύουρος
μυοφόνον
μυόχοδον
μυόχοδος
μυόχροος
μυόχρωμος
μυόω
μύραινα
μυράκανθος
μυράκοπον
μυράλειπτρον
μυραλοιφέω
μυραλοιφή
μυραλοιφία
μυράπιον
μυραππίδιον
View word page
μυόχρωμος
μῠό-χρωμος
,
ον
, = foreg.,
POxy.
1707.6
(iii A. D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μυόχρωμος
Headword (normalized):
μυόχρωμος
Headword (normalized/stripped):
μυοχρωμος
IDX:
69213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69214
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μῠό-χρωμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 1707.6 </span> (iii A. D.).</div><br><br>'}