Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνάλκεια
ἀναλκής
ἀνάλκιμος
ἄναλκις
ἀνάλλακτος
ἀναλληγόρητος
ἀναλλοίωτος
ἀνάλλομαι
ἄναλλος
ἄναλμος
ἀνάλμυρος
ἀναλογάδην
ἀναλογεῖον
ἀναλογέω
ἀναλογή
ἀναλογητέον
ἀναλογητικός
ἀναλογία
ἀναλογίζομαι
ἀναλογικός
ἀναλόγισμα
View word page
ἀνάλμυρος
ἀνάλμ-ῠρος, ον, = foreg., Diosc.Gloss. ap. Gal. 19.79 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνάλμυρος
Headword (normalized):
ἀνάλμυρος
Headword (normalized/stripped):
αναλμυρος
IDX:
6919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6920
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνάλμ-ῠρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Diosc.Gloss.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.79 </span>.</div><br><br>'}