Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μυόβρωτος
μυογαλῆ
μυοδόχος
μυοδρέπανον
μυοθήρας
μυοθηρατής
μυοθηρευτής
μυοθηρεύω
μυοθηρέω
μυόθηρος
μυοκέφαλον
μυοκτόνος
μυολόγος
μυομαχία
μυοπάρων
μυόπτερον
μυοσόβη
μυοσωτίς
Μυοτρῶκται
Μυότρωτος
μυουρία
View word page
μυοκέφαλον
μῠο-κέφᾰλον,
A). v. μυιοκέφαλον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μυοκέφαλον
Headword (normalized):
μυοκέφαλον
Headword (normalized/stripped):
μυοκεφαλον
IDX:
69194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69195
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μῠο-κέφᾰλον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μυιοκέφαλον</span> .</div> </div><br><br>'}