Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μυξώδης
μύξων
μυξωτῆρες
μυοβατραχομαχία
μυόβρωτος
μυογαλῆ
μυοδόχος
μυοδρέπανον
μυοθήρας
μυοθηρατής
μυοθηρευτής
μυοθηρεύω
μυοθηρέω
μυόθηρος
μυοκέφαλον
μυοκτόνος
μυολόγος
μυομαχία
μυοπάρων
μυόπτερον
μυοσόβη
View word page
μυοθηρευτής
μῠο-θηρευτής, οῦ, , = foreg., POxy. 299.2 (i A. D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μυοθηρευτής
Headword (normalized):
μυοθηρευτής
Headword (normalized/stripped):
μυοθηρευτης
IDX:
69190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69191
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μῠο-θηρευτής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 299.2 </span> (i A. D.).</div><br><br>'}