Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μυξοποιός
μυξόρροος
μύξος
μυξώδης
μύξων
μυξωτῆρες
μυοβατραχομαχία
μυόβρωτος
μυογαλῆ
μυοδόχος
μυοδρέπανον
μυοθήρας
μυοθηρατής
μυοθηρευτής
μυοθηρεύω
μυοθηρέω
μυόθηρος
μυοκέφαλον
μυοκτόνος
μυολόγος
μυομαχία
View word page
μυοδρέπανον
μῠο-δρέπανον· εἶδος λίθου εὐτελοῦς, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μυοδρέπανον
Headword (normalized):
μυοδρέπανον
Headword (normalized/stripped):
μυοδρεπανον
IDX:
69187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69188
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μῠο-δρέπανον·</span> <span class="foreign greek">εἶδος λίθου εὐτελοῦς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}