Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μυλώτατον
μῦμα
μῦμαρ
μυνάομαι
μυναρός
μυνδάν
μυνδός
μύνη
μυννάκια
μυννακόομαι
μυντιζόμενος
μύξα1
μύξα2
μυξάζω
μυξάριον
μυξάω
μυξέα
μυξητήρ
μυξῖνος
μυξίον
μυξοποιός
View word page
μυντιζόμενος
μυντιζόμενος·
μυωπάζων, παρακαμμύων
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μυντιζόμενος
Headword (normalized):
μυντιζόμενος
Headword (normalized/stripped):
μυντιζομενος
IDX:
69167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69168
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μυντιζόμενος·</span> <span class="foreign greek">μυωπάζων, παρακαμμύων</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}