Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μυλωθρός
μυλών
μυλωνάρχης
μυλωνικός
μυλώνιον
μυλωρός
μυλώτατον
μῦμα
μῦμαρ
μυνάομαι
μυναρός
μυνδάν
μυνδός
μύνη
μυννάκια
μυννακόομαι
μυντιζόμενος
μύξα1
μύξα2
μυξάζω
μυξάριον
View word page
μυναρός
μυναρός· σιωπηλός, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μυναρός
Headword (normalized):
μυναρός
Headword (normalized/stripped):
μυναρος
IDX:
69161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69162
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μυναρός·</span> <span class="foreign greek">σιωπηλός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}